κοσμολάτρης

κοσμολάτρης
κοσμολάτρης, ὁ, θηλ. κοσμολάτρις, -ιδος (Α)
ο ειδωλολάτρης, αυτός που λατρεύει τα κτίσματα και όχι τον κτίστη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο)-* + λάτρης (< λάτρον «πληρωμή»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κοσμ(ο)- — (ΑM κοσμ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής που δηλώνει: 1. το σύνολο τών ανθρώπων, την οικουμένη (πρβλ. κοσμοκράτης, κοσμοξακουσμένος): 2. την επίγεια ζωή (πρβλ. κοσμόβιος, κοσμοκαλόγερος) 3. το σύμπαν, το στερέωμα, το διάστημα (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • κοσμολατρεία — κοσμολατρεία, ἡ (Α) η λατρεία προς τα τού κόσμου. [ΕΤΥΜΟΛ. Η ορθή γραφή τής λ. είναι κοσμολατρία, γιατί αυτή παράγεται από τη λ. κοσμολάτρης (πρβλ. ειδωλο λατρία), ενώ η λ. λατρεία < λατρεύω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”